Αντίλογος/1994
Οι τελευταίοι των Μοϊκανών; ( 09/1994 )




Τεύχος 288

Οι εραστές της αυτοκίνησης όλο και λιγοστεύουν. Ώρες-ώρες έχω την εντύπωση ότι μείναμε μόνοι στην Ελλάδα

Ή στραβός είναι ο γιαλός ή στραβά αρμενίζουμε’, έλεγε ο παππούς καθώς επισκεύαζε τα παπούτσια που του πήγαιναν οι φτωχοί που κατοικούσαν στα χαμόσπιτα της συνοικίας του Μετς και της Λεύκας, κάθε φορά που τα πράγματα δεν πήγαιναν όπως τα είχε προγραμματίσει.

O παππούς... Μετανάστης από κάποιο χωριό της Ηλείας στην Αθήνα είχε καταφέρει, μετά από μύριους κόπους και θυσίες, να φτιάξει ένα σπίτι στην οδό’ Γοργίου 6 (εκεί που τώρα βρίσκονται τα ‘παλιά’ γραφεία των 4T). Ένα σπίτι απ’ εκείνα που βλέπουμε στις παλιές φωτογραφίες, με αυλή, ξύλινο χαγιάτι, πηγάδι και δυο ορόφους. Στον πάνω ζούσε μόνος του ο ένας του γιος, ο θείος Χαρίλαος, φιλόλογος, καθηγητής Γυμνασίου και στο κάτω εκείνος με τη γιαγιά μου τη Μαρία, μητέρα του πατέρα μου.

Είμαι πια στην ηλικία που αρχίζω να θυμάμαι, κι ο παππούς, ψηλός, λιγνός, ξερακιανός που λέγαμε, έρχεται όλο και πιο συχνά στο νου όπως έρχονται τα σπίτια που πήγαινα, οι αυλές που έπαιζα, τα πηγάδια που έπινα νερό και που κοιτούσα την αντανάκλαση του φεγγαριού, μια κάθε 10 χρόνια, όταν, όπως έλεγε η γιαγιά, ο θεός το ‘στελνε να ασημώσει το νερό του σπιτιού. Τον θυμάμαι και γι άλλους λόγους. Για τις ιστορίες που μου ‘λεγε απ’ τον πόλεμο, τη μικρασιατική καταστροφή -καθώς τον αποκαλούσε- για το πώς πέρασε τα παιδικά του χρόνια, περπατώντας ξυπόλυτος 26 χιλιόμετρα κάθε μέρα για να πάει και να ‘ρθει στο σχολείο, για το πώς ήλθε στην Αθήνα, πώς δούλεψε για να μεγαλώσει τους αγίους που με γέννησαν κι ανάθρεψαν, τον πατέρα Δημήτρη και τη μητέρα Ερασμία. Τον θυμάμαι επίσης γιατί αυτόν τον καιρό γράφω ένα βιβλίο για εκείνα που πέρασαν, και η ανάμνηση του φεγγαριού στο νερό του πηγαδιού λάμπει ακόμα εκτυφλωτικά. Τον θυμάμαι και για τις ιστορίες που μου ‘λεγε για τ’ αυτοκίνητα που είχε οδηγήσει στον πόλεμο, όταν τις Κυριακές μετά την εκκλησία με πήγαινε βόλτα στην Αθήνα. O παππούς Κωνσταντίνος, που έκανε τον τσαγκάρη για να ζήσει μετά από 22 ολόκληρα χρόνια στο στρατό, ανάπηρος απ’ τις κακουχίες, αλλά περήφανος κι ευγενικός όπως όλοι οι παλιοί αγωνιστές.

Να μια Πακάρ, έλεγε δείχνοντάς μου μια απ’ τις μαύρες κούρσες που κυκλοφορούσαν αμέσως μετά τον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο στην Αθήνα. Να μια Μάρμον, ίσως η μοναδική στην πόλη. Κι αυτό είναι Καντιλάκ, κι εκείνο Φορντ με εξακύλινδρη μηχανή.

Δεν ήθελε πολλά ο -ονειροπαρμένος- εγγονός για να χάσει το μυαλό του. Κάθε βόλτα στο Ζάππειο, κάθε περίπατος στην Ακρόπολη ή στου Φιλοπάππου ήταν μια ευκαιρία να δει και να μελετήσει τις κατασκευές που τόση εντύπωση του προκαλούσαν. H ερώτηση αυτό τι είναι; είχε γίνει πια συνήθεια στον παππού που απαντούσε πριν ερωτηθεί. Κι όταν κάποια μέρα έφυγε απ’ τη ζωή, στον άλλο κόσμο πήγε με ένα φορτηγό Ρενό με τροχούς με ξύλινες ακτίνες, σαν αυτό που οδηγούσε στο στρατό.

Αναμνήσεις από μια εποχή που τα πράγματα είχαν ακόμα σημασία, που οι μεγάλοι έλεγαν ακόμα παραμύθια και τα παιδιά ακόμα ονειρεύονταν. Αναμνήσεις από μια εποχή που η βόλτα στο Έδεμ με μια ανοιχτή Μπούικ ήταν αρκετή για να σε κάνει να μην κοιμάσαι έξι μήνες πριν και μετά το γεγονός. Αναμνήσεις από μια εποχή που η εκδρομή στη Λαμία έμοιαζε με υπερατλαντικό ταξίδι. Που οι μηχανές, οι στοιβαγμένες στα μαγαζιά με τα παλιά ανταλλακτικά στην πλατεία Τσόκρη, στην αρχή της Λ. Συγγρού, ήταν αντικείμενα λατρείας και εξερευνήσεων (πόσους κυλίνδρους έχει, πώς είναι φτιαγμένο το διαφορικό ή το κιβώτιο ταχυτήτων, πού είναι οι βαλβίδες, τα έμβολα και τα χιτώνια, τα ρουλμάν). Εποχή που, αν και χάθηκε, παρέμεινε καλά φυλαγμένη στις ψυχές μας και που η θύμησή της βγαίνει στην επιφάνεια όταν ψάχνουμε να πιαστούμε από κάπου.

Όλα όσα γράφω τα τελευταία 35 χρόνια, είτε είναι γι αυτοκίνητα είτε για άλλα θέματα, απ’ εκεί ξεκινάνε κι εκεί ακουμπάνε. Όχι μόνο στις πολεμικές ιστορίες του παππού Κωνσταντίνου, αλλά σ’ όλες εκείνες τις μικρές και μεγάλες στιγμές που έζησε μια γενιά, που γεννήθηκε λίγο πριν τον πόλεμο και μεγάλωσε στον παραλογισμό του Εμφύλιου. Μια γενιά που δεν γνώρισε σαλόνια και κολέγια, δεν απόκτησε GTi όταν τέλειωσε το γυμνάσιο, δεν ξιπάστηκε, δεν βαρέθηκε τη ζωή της, δεν κάηκε στα δώδεκα, δεν εκπορνεύτηκε στα δεκατέσσερα.

Τι μπορεί να καταλάβει ο νέος που τηλεφώνησε στο περιοδικό για να μας πει ότι οι Άγιοι Τόποι δεν είναι στο Μαρανέλο, αλλά στα Ιεροσόλυμα! Ή ο άλλος που δεν ήξερε ποιος ήταν ο Ένζο Φεράρι και ο Φον Τριπς. Δίκιο έχουν όλοι τους κι εμείς έχουμε άδικο. O κόσμος προχώρησε, οι politically correct κυρίευσαν τη γη, και κάθε τι που έχει σχέση με πραγματικά αυτοκίνητα και όχι κινούμενα στέγαστρα με μπαλόνια, δοκίδες και 24 ζώνες ασφαλείας, είναι πολιτικό και κοινωνικό no-no.

Τι κάνει λοιπόν ένας άνθρωπος που βλέπει ότι πέρασε η εποχή του; Πόσοι όμως είναι σήμερα οι ονειροπαρμένοι; Αν κρίνω απ’ τις αντιδράσεις στα όσα γράφω (και γράφουμε) στους 4T, λίγοι, ελάχιστοι. Κι όσο περνάει ο καιρός, γίνονται λιγότεροι.

Ορισμένοι το αποκαλούν χάσμα γενεών. Πώς περιμένεις -λένε- να καταλάβει ο σημερινός νέος τα όνειρα και τις προσδοκίες μιας γενιάς που βρίσκεται στη δύση της;... Μα, με τον ίδιο τρόπο που εμείς καταλαβαίναμε τη μουσική μιας δωδεκακύλινδρης Φεράρι, αισθανόμασταν τον πόνο ενός ζώου, ακούγαμε τη σιωπή της Θάλασσας της Ηρεμίας (διάβασε πιο κάτω) ή βλέπαμε τη μουσική, απαντώ. Αλλά οι περισσότεροι νέοι με κοιτούν σαν να είμαι από άλλον πλανήτη!

Το ίδιο συμβαίνει κι όταν γράφω για την ικανοποίηση που αισθάνομαι όταν οδηγώ ένα αυτοκίνητο που είναι σχεδιασμένο από μηχανικούς, που εξακολουθούν να χαίρονται την οδήγηση, για οδηγούς που ακόμα δεν έχουν πάθει οδική ελεφαντίαση. Τι είναι αυτά που γράφεις πάλι, έλεγε ένας αναγνώστης, ποιος νομίζεις ότι καταλαβαίνει. Οι αναγνώστες των 4T, απαντώ δειλά προσπαθώντας να πείσω τον εαυτό μου ότι ακόμα είναι έτσι.

Πόσοι απ’ αυτούς, επιμένει. Είκοσι, τριάντα χιλιάδες; Αυτοί που βάδισαν στο ίδιο μονοπάτι; Σκέψου το λιγάκι. Και, μα τη μνήμη του παππού Κωνσταντίνου και την ανάμνηση της πρώτης μου Φεράρι Φόρμουλα I, ο άνθρωπος δεν έχει άδικο. Πόσοι ενδιαφέρονται (ή καταλαβαίνουν) σήμερα τις συγκινήσεις που προσφέρει η γρήγορη και σωστή οδήγηση ενός καλά σχεδιασμένου και ζυγισμένου αυτοκινήτου σ’ έναν έρημο δρόμο με ανηφορικές και κατηφορικές στροφές; Πόσοι έχουν το χρόνο, τη διάθεση, το κουράγιο, τις γνώσεις, την όρεξη, τα χρήματα, το θάρρος, το’ αυτοκίνητο να κάνουν κάτι τέτοιο;

Και ακόμα... Γιατί να το κάνουν; Τι μπορεί να προσφέρει στον άνθρωπο που έχει πλέον προσβληθεί από την ασθένεια της οδηγικής (και οδικής) ελεφαντίασης η γρήγορη οδήγηση σ’ έναν έρημο, γεμάτο στροφές δρόμο, πέρα από φόβο και τρόμο; Μεγάλος ο κίνδυνος εδώ να κατηγορηθείς για αντικοινωνική συμπεριφορά. Ίσως το είδατε κιόλας σε μια επιστολή που δημοσιεύεται (αν δημοσιεύεται) σ’ αυτό το τεύχος όπου ένας κυνηγός με κατηγορεί ότι παρασύρω τη νεολαία στο θάνατο επειδή γράφω για τη σωστή, ζωντανή και -όταν οι συνθήκες το επιτρέπουν- γρήγορη οδήγηση! O κυνηγός μας δεν είναι ο μόνος.

Τυχαίνει πολλές φορές όταν με συστήνουν σ’ έναν άγνωστο να ακούω τη φράση: A... εσείς που γράφετε γι αυτοκίνητα κι αυτό το αυτοκίνητα αποτελείται από 20% ειρωνεία, 20% συγκατάβαση, 30% απόρριψη και 30% μπλιαχ. Για τον περισσότερο κόσμο τα αυτοκίνητα είναι ό,τι και τα κατσαρόλια, τα απορρυπαντικά και τα πλυντήρια πιάτων. Για πολλούς (πάρα πολλούς) είναι εργαλεία κοινωνικής προβολής. Έχω παρακολουθήσει ομηρικούς καυγάδες για το ποια μάρκα εκφράζει καλύτερα τη θέση του επιτυχημένου... Μερτσέντες, Σάαμπ, BMW ή η αναστάσα εκ νεκρών (στην Ελλάδα) Βόλβο. Και το χειρότερο είναι ότι επειδή πολλοί επιτυχημένοι ξέρουν ότι γράφω γι αυτοκίνητα με ζαλίζουν με τις πλέον άχρηστες ερωτήσεις που μπορείτε να φαντασθείτε, αλλά ΠΟΤΕ με την ουσία.

Ποτέ κανείς τους δεν μ’ έχει ρωτήσει ποιο απ’ αυτά τα αυτοκίνητα (ή άλλα) κρατάει καλύτερα το δρόμο, έχει αποτελεσματικά φρένα, καλό σύστημα διεύθυνσης, καλή ανάρτηση. Το μόνο που φαίνεται να τους ενδιαφέρει είναι τι θα πει ο άλλος βιοτέχνης ή τι εντύπωση θα κάνει όταν φθάνει στη βίλα, στα σκυλάδικα ή στις κυρίες και δεσποινίδες. Το ποτέ είναι ίσως υπερβολικό, γιατί μια-δυο φορές κάποιοι επιχειρηματίες που είναι αναγκασμένοι να κάνουν μεγάλα ταξίδια μ’ έχουν ρωτήσει πώς πάει στο δρόμο.

Και καλά στον τομέα των αυτοκινήτων γοήτρου (όπως λέει κι ο Πάνος Φιλιππακόπουλος). Με τόσο μαύρο χρήμα που κυκλοφορεί, μαύρα κι άραχνα είναι τα κριτήρια.

Στον τομέα των αποκαλούμενων οικογενειακών τι γίνεται; Μα φυσικά O χαμός! Τα τελευταία δύο χρόνια μάλιστα η σύγχυση είναι πλήρης. O κόσμος δεν αγοράζει πια αυτοκίνητα, αλλά προσφορές! Πουλάει εκείνος που προσφέρει τις περισσότερες δόσεις, τους χαμηλότερους τόκους, τα περισσότερα μαγνητόφωνα/αιρ κοντίσιονινγκ/φορητά τηλέφωνα/σπίτια/ονειρεμένες διακοπές ή ανταλλάσσει την πραμάτειά του με τίτλους του Δημοσίου. Μέσα σ’ αυτόν το χαμό η έννοια του αυτοκινήτου σαν μέσου που -πρέπει να- μεταφέρει τον οδηγό και τους επιβάτες από το A στο B, στο μικρότερο δυνατό χρόνο με τη μεγαλύτερη δυνατή ασφάλεια και αξιοπιστία, έδωσε τη θέση της στην έννοια του αυτοκινούμενου στεγάστρου. Ναι, τα τελευταία χρόνια, ακόμα και τ’ αυτοκινούμενα στέγαστρα έχουν γίνει άνετα και ασφαλή, αλλά έπαψαν να είναι αυτοκίνητα, με την παλιά έννοια του όρου. Κι αυτό είναι φυσικό, αφού έπαψαν να υπάρχουν και πραγματικοί οδηγοί.

Ορίστε λοιπόν το πρόβλημα. Εμείς, εδώ, μέσα στους 4T και για 25 ολόκληρα χρόνια, γράφουμε απευθυνόμενοι στους πραγματικούς οδηγούς. Όχι στους Σένα και τους Σουμάχερ, τους Μπλόμκβιστ και τους Τζίγγερ, αλλά σ’ εκείνους τους ανθρώπους που έπαιρναν (και παίρνουν;) σοβαρά την οδήγηση, πρώτα γιατί είναι μια πολύ σοβαρή υπόθεση (απόδειξη οι 2.300 νεκροί και οι 40.000 τραυματίες κάθε χρόνο στην Ελλάδα) και μετά γιατί θεωρούμε γεγονός ότι ακόμα κι αν δεν είναι πραγματικοί οδηγοί, θέλουν να γίνουν. Και θέλουν, πρώτα για να μη χάσουν τη ζωή τους ή για να μην ακρωτηριαστούν σε κάποιο από τις δεκάδες χιλιάδες ηλίθια δυστυχήματα και μετά για να αισθανθούν τη χαρά της οδήγησης όταν οι συνθήκες (το είπα και πιο πριν) το επιτρέπουν.

Ξέρετε πότε τα σκέπτομαι όλα αυτά; Όταν ακολουθώ κάποιο στέγαστρο και παρατηρώ τους τρόπους του μηχανοδηγού του. Λέω... Πώς είναι δυνατόν να κάνεις αυτόν τον άνθρωπο αναγνώστη του περιοδικού; Και η απάντηση έρχεται σε ένα δέκατο του δευτερολέπτου: δεν είναι δυνατόν. Το κεφάλι (που βλέπω από πίσω) δεν πρόκειται ποτέ: α) να καταλάβει τι γράφουμε, και β) να γίνει πραγματικός οδηγός. Αυτό φαίνεται από τον τρόπο που κινείται το στέγαστρό του, από το πώς στέκεται στο δρόμο, αλλά και από το πού έχει γραμμένους τους άλλους οδηγούς. Το κεφάλι (που βλέπω από πίσω) δεν καταλαβαίνει μία. Πάει τόσο σιγά που σου ‘ρχεται ναυτία, καταλαμβάνει πάντα την αριστερή λωρίδα, στρίβει χωρίς να βγάλει τόξο, σταματάει (χωρίς προειδοποίηση) όπου και όταν του καπνίσει, κλείνει τις διασταυρώσεις, παραβιάζει την προτεραιότητα και γενικά συμπεριφέρεται ως το ξερό κι αγύριστο κεφάλι που είναι. Και οι δρόμοι είναι γεμάτοι από τέτοια κεφάλια όπως είναι και γεμάτοι από αυτοκίνητα που θα μπορούσα να χαρακτηρίσω σαν θρίαμβο της -οδηγικής- μετριότητας, αλλά και σαν θρίαμβο της ποιοτικής τελειότητας!

Δείτε το οξύμωρο του σχήματος. Άψογα ποιοτικά, μέτρια οδηγικά. Διαλέγετε και παίρνετε. Ακόμα και ο πιο ψείρας άνθρωπος δεν μπορεί να βρει ελαττώματα σ’ αυτή την κατηγορία που ανήκουν πολλά ευρωπαϊκά, ιαπωνικά και απωανατολικά αυτοκίνητα. Εκείνοι όμως που θέλουν όταν μεταφέρονται από το A στο B να οδηγούν συνάμα τ’ αυτοκίνητό τους θα πουν ευχαριστώ, δεν θα πάρω. Και, αφού κάναμε το γύρο του κόσμου, ξαναθέτω το κρίσιμο ερώτημα: πόσοι πραγματικοί οδηγοί έχουν απομείνει σήμερα στην Ελλάδα (και, αν θέλετε, στην Ευρώπη).

H αλήθεια είναι σκληρή. Λίγοι, ελάχιστοι, μετρημένοι σε δεκάδες χιλιάδες, και όσο περνούν οι μήνες -και όχι, πλέον, τα χρόνια- θα γίνονται λιγότεροι μέχρι πρώτα να γίνουν γραφικοί και μετά να εξαφανιστούν στον αυτοκινούμενο πολτό. Σε λίγο καιρό, οι οικολόγοι, οι αποστειρωμένοι, οι σωτήρες, οι προφήτες, οι προστάτες, οι μεγάλοι αδελφοί, οι politiacally correct θα έχουν καταφέρει να κάνουν το κοινό να πιστέψει ότι ακόμα και η σ κ έ ψ η της πραγματικής οδήγησης, συνιστά κοινωνικό έγκλημα και τιμωρείται.

Όταν έλθει εκείνος ο καιρός, οι δρόμοι θα γεμίσουν κεφάλια που θα διακρίνονται με δυσκολία πίσω απ’ τα τρία προσκέφαλα των πίσω καθισμάτων, τις τρεις ζώνες ασφαλείας, τις θήκες των αερόσακων και τις ενισχύσεις των θυρών που θα θυμίζουν πόρτες από πάντζερ.

Σε λίγο καιρό, και με το θανατικό που προξενούν οι άσχετοι και οι αδιάφοροι, τ’ αυτοκίνητα θα μεταβληθούν σε τεθωρακισμένους οντάδες, διαμερίσματα με θέα την Αράχοβα, μεζονέτες ή γκαρσονιέρες για δύο.

Αυτόν τον καιρό, αυτά τ’ αυτοκίνητα κι αυτούς τους αναγνώστες δεν θέλω να τους γνωρίσω, κι αν ο λόγος και η θέση μου ακούγεται, φαντάζει αιρετική και αντικοινωνική, λυπάμαι, αλλά δεν μπορώ να τον αλλάξω στα πενήντα μου. Όσοι πιστοί λοιπόν, μείνετε μαζί μας μέχρι να γίνουμε αίρεση, cult, sect ή ό,τι άλλο επιθυμείτε και μας πιάσουν, μας απαγγείλουν κατηγορία και μας υποβάλλουν σε λοβοτομή για να αποβάλουμε τις κακές μας συνήθειες.

Τι να γίνουμε, όμως, αφού είμαστε από τον Οκτώβριο του 1970! K.K.

 

25 XPONIA ΑΠ’ THN ΚΑΤΑΚΤΗΣΗ ΤΗΣ ΣΕΛΗΝΗΣ
Ήμουν κι εγώ εκεί!

Οι κάμερες της τηλεόρασης σκόπευαν μια το θαλαμίσκο που βρισκόταν σε τροχιά γύρω απ’ τη Σελήνη και μια την έρημη, γεμάτη κρατήρες και σκιές, επιφάνεια του δορυφόρου της Γης. Όσο ο Αϊτός (η σεληνάκατος) πλησίαζε, τόσο οι σκιές μεγάλωναν. Και κάποια στιγμή που στα εκατομμύρια που παρακολουθούσαν τη συγγραφή της Ιστορίας φάνηκε σαν αιωνιότητα, η σεληνάκατος ακούμπησε πάνω στην γκριζωπή επιφάνεια της Σελήνης σε μια προκαθορισμένη περιοχή της Θάλασσας της Ηρεμίας.

Με την καρδιά μου να χτυπάει με 150 σφυγμούς παρακολουθούσα, πριν 25 χρόνια (στις 27.7.69), μαζί με όλους τους κατοίκους της Γης την ιστορική πτήση του Απόλλων-11 και όχι μόνο αυτό, αλλά τη μετέδιδα (μαζί με έναν από τους δασκάλους μου στο επάγγελμα, τον Ιάσονα Μοσχοβίτη) στους Έλληνες τηλεθεατές της -τότε- EPT.

Houston, είπε ο κυβερνήτης της σεληνακάτου Μπαζ Όλντριν, the Eagle has landed (ο Αϊτός προσεδαφίστηκε). The Eagle has landed, και το ίδιο έκαναν και τα δάκρυα της συγκίνησης που έπεσαν στις σημειώσεις που είχα απλώσει στο τραπέζι! Τόση ήταν η συγκίνησή μου γι’ αυτό το μοναδικό γεγονός που εκατομμύρια άνθρωποι παρακολούθησαν, αλλά λίγοι, ελάχιστοι, καταλάβαιναν τη σημασία του.

Όμως, ο Απόλλων 11 δεν ήταν η μοναδική μετάδοση που είχα κάνει εκείνα τα παλιά, ξεχασμένα χρόνια. Με τον Ιάσονα είχαμε περιγράψει τις αποστολές των Απόλλων 9, 12 και 13, αλλά η μαγική αποστολή ήταν εκείνη με τον αριθμό 11, αφού ήταν η πρώτη φορά που άνθρωπος (ο σεμνός Νιλ Άρμστρονγκ, πιλότος, δοκιμαστής και αστροναύτης, μαθητής και άξιος συνεχιστής της γενιάς του Τσακ Γίγκερ -τον υποδύονταν ο Σαμ Σέπαρντ στην ταινία The Right Stuff) πατούσε το πόδι του στο φεγγάρι.

Θυμάμαι την προσπάθεια που έκανα για να αποκρυπτογραφήσω τα μηνύματα που ανταλλάσσονταν ανάμεσα στους πρωτοπόρους Άρμστρονγκ, κυβερνήτη της αποστολής, Κόλινς, κυβερνήτη του θαλαμίσκου που παρέμεινε σε τροχιά, Όλντριν, κυβερνήτη της σεληνάκατου, και του διαστημικού κέντρου του Χιούστον.

Θυμάμαι πως, με τα μάτια κολλημένα σ’ ένα μικρό μόνιτορ και με δυο τεράστια ακουστικά στ’ αυτιά, προσπαθούσα να δω και ν’ ακούσω τα όσα θαυμαστά, πρωτόγνωρα και ιστορικά εξελίσσονταν μπροστά στα μάτια ενός έκπληκτου κόσμου, και να τα περιγράψω, όσο καλύτερα μπορούσα στους εκατοντάδες χιλιάδες τηλεθεατές που παρακολουθούσαν το εγχείρημα στην Ελλάδα. Χωρίς να το καταλαβαίνω (ήμουν πολύ νέος και μάλλον άπειρος) εκείνο το βράδυ λάβαινα μέρος στην καταγραφή της ιστορίας, γιατί, πρέπει να παραδεχθείτε, δεν ήταν και μικρό πράγμα το να περιγράφεις ένα γεγονός τόσο σημαντικό για την ανθρωπότητα.

Θυμάμαι ότι η αγωνία μου να ακούσω (και να μεταφράσω στα ελληνικά) την παράξενη διάλεκτο που χρησιμοποιούσαν οι αστροναύτες ήταν μεγάλη. Οι όροι ήταν βέβαια αεροπορικοί -που η άλλη μου πλευρά τους γνώριζε καλά- αλλά υπήρχαν και άλλοι, καινούριοι που χρησιμοποιούνταν για πρώτη φορά και που περιέγραφαν την αντίστροφη μέτρηση (το count down), τη λειτουργία των κινητήρων, τους κινδύνους που παρουσίαζε το καύσιμο του πυραύλου Κρόνος V, η υδραζίνη και χίλια δυο άλλα που έπρεπε να τα μεταφράσω στα ελληνικά χωρίς να τρελάνω τους τηλεθεατές. Και δεν ήταν μόνο αυτά. Το Χιούστον μιλούσε για τα προβλήματα των αντλιών, τα συστήματα επικοινωνίας, τους σταθμούς ραντάρ που ιχνηλατούσαν την πτήση, το διαδοχικό διαχωρισμό των τμημάτων του πυραύλου-φορέα, την τοποθέτηση του θαλαμίσκου σε τροχιά γύρω απ’ τη Γη, την πυροδότηση των κινητήρων για το ταξίδι και μετά, ω μετά!... Την τοποθέτηση του θαλαμίσκου που μετέφερε τη σεληνάκατο σε τροχιά γύρω απ’ τη Σελήνη, την αποκόλληση από το σκάφος-μητέρα, την κάθοδο, την προσσελήνωση και, τέλος, την ιστορική φράση του Άρμστρονγκ: That’s one small step for a man but one giant leap for mankind (αυτό είναι ένα μικρό βήμα για τον άνθρωπο, αλλά ένα μεγάλο βήμα για την ανθρωπότητα).

Τι στιγμές ήταν αυτές, αγαπητοί αναγνώστες! Παρ’ όλο που έχει περάσει ένα τέταρτο του αιώνα τις θυμάμαι (όταν έχω την πολυτέλεια να θυμάμαι) και δακρύζω πάλι, αυτή τη φορά από νοσταλγία. Γιατί νοσταλγία; Γιατί οι στιγμές αυτές δεν επαναλήφθηκαν. Γιατί κανείς δεν ξαναπήγε στο φεγγάρι. Βέβαια, η εξερεύνηση του διαστήματος δεν σταμάτησε -απόδειξη οι αποστολές των Αμερικανών με τα διαστημικά λεωφορεία και των Ρώσων με τα Σογιούζ και τα Μιρ- αλλά οι άνθρωποι δεν εγκαταστάθηκαν στη Σελήνη (όπως θα ‘πρεπε να έχουν κάνει όλα αυτά τα χρόνια).

Ξέρω τι σκέπτονται ορισμένοι... Ότι τα δισεκατομμύρια που ξοδεύτηκαν (ή ξοδεύονται) για την κατάκτηση του διαστήματος θα μπορούσαν να διατεθούν για να χορτάσουν οι πεινασμένοι του τρίτου κόσμου ή για να γίνουν σχολεία και νοσοκομεία. H θέση έχει μια δόση αληθοφάνειας, αλλά δεν έχει καμία σχέση με την πραγματικότητα. Θυμίζει τα επιχειρήματα των παλαιοκομμουνιστών που έλεγαν ότι η Ελλάδα δεν πρέπει ν’ αγοράσει αεροπλάνα για την άμυνά της, αλλά να διαθέσει τα χρήματα για να χτίσει νοσοκομεία (προφανώς για να νοσηλευτούν τα ελληνόπουλα που θα προσπαθούσαν να αποκρούσουν τον -όποιο- εχθρό με τα λιανοντούφεκα). Με αυτή τη λογική δεν θα ‘πρεπε εκτός από την άμυνα να ξοδεύονται χρήματα για την έρευνα, τις εξερευνήσεις, την εξέλιξη των αυτοκινήτων, των αεροπλάνων, των τρένων, ακόμα και των οικιακών συσκευών. Αλλά πέστε μου... είναι σοβαρά πράγματα αυτά; O άνθρωπος όχι μόνο στη σελήνη πρέπει να πάει, αλλά στα άστρα. Αυτή είναι η αποστολή του κι αυτή, αν θέλετε, είναι και η λύση για τα προβλήματα ενός πλανήτη που είχε την ατυχία να κατοικηθεί από τους πρωτανθρώπους, όλους εμάς δηλαδή που αργήσαμε να καταλάβουμε ότι δεν έπρεπε να τον καταστρέψουμε. Ελπίζω ότι εκεί που θα πάμε θα μεταφέρουμε (εκτός από τις συνήθειες και τις αποσκευές μας) το Σεβασμό και τη Γνώση που θα μας επιτρέψουν να μην επαναλάβουμε τα λάθη του παρελθόντος.

Να σας (ξανα)πω τώρα κι ένα μυστικό που δείχνει πόσο ανώριμος(;) ήμουν εκείνα τα χρόνια. Τρεις φορές υπέβαλα τα χαρτιά μου για να είμαι υποψήφιος στο αμερικανικό Civilian Space Participant Programme. Οι Αμερικανοί απάντησαν ότι δεν δέχονται ξένους. Μια άλλη φορά όμως προχώρησα πιο μακριά. Έστειλα επιστολή στον πρεσβευτή της -τότε- ΕΣΣΔ Στουκάλιν και πρότεινα τη συμμετοχή της Ελλάδας στο σοβιετικό διαστημικό πρόγραμμα. Οι σοβιετικοί αντέδρασαν θετικά λέγοντάς μου (σε συνάντηση που είχα με τον αεροπορικό ακόλουθο) ότι αν η ελληνική κυβέρνηση υποβάλει επισήμως το αίτημα, η Μόσχα θα το αντιμετώπιζε με το ανάλογο ενδιαφέρον. Έστειλα λοιπόν ένα γράμμα στον πρωθυπουργό εξηγώντας πώς έχουν τα πράγματα, και λίγες μέρες αργότερα έλαβα μια επιστολή (από την Κα Κοκόλα) που έλεγε ότι ο πρόεδρος της κυβερνήσεως βρίσκει την ιδέα ενδιαφέρουσα και την ανέθεσε στα αρμόδια όργανα για να την μελετήσουν. Όπως καταλαβαίνετε η πρόταση ακόμα... μελετάται. Αν τα αρμόδια όργανα είχαν δώσει περισσότερη σημασία (ή είχαν καταλάβει περί τίνος επρόκειτο) δεν αποκλείεται σήμερα η Ελλάδα να είχε στείλει σε τροχιά τον πρώτο της αστροναύτη (ίσως κάποιο από τα νεαρά λιοντάρια της Πολεμικής Αεροπορίας). Περασμένα, αλλά όχι ξεχασμένα. Διαβάστε τα και κοιτάξτε το αυγουστιάτικο φεγγάρι. Αν διαθέτετε καλή όραση (και πολύ φαντασία) δεν αποκλείεται να διακρίνετε το αποτύπωμα του ποδιού του Άρμστρονγκ που είναι και δικό σας αποτύπωμα. Κ.Κ



      'Αλλα 'Αρθρα

 
     
  Σχεδίαση, Φιλοξενία: Τεχνόπολις Α.Ε. - © 2006-2008 Powered by